Ο Γιάννης Κουρκουρίκης είναι από μόνος του μια κατηγορία. Με δελτίο στο Ναυτικό Όμιλο Γιαννιτσών από το 1983 παραμένει ενεργός αθλητής στον κοντινό Ναυτικό Όμιλο Θεσσαλονίκης έχοντας πάρει μέρος, στα 50 του, στο πρόσφατο Πανελλήνιο πρωτάθλημα κωπηλασίας, που ολοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή.
Πατέρας δύο παιδιών-του 13χρονου γιου, που ασχολείται με το ταεκ βο ντο και της 12άχρονης κόρης, που ασχολείται με τη δεύτερη (;) μεγάλη του αγάπη το στίβο-όπως ομολογεί ο ίδιος ανταγωνίζεται πλέον τον εαυτό του, στο που θα φθάσει και που θα σταματήσει… «Αυτό που θα με σταματήσει είναι ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ίσως δεν θα μπορώ να τρέχω όπως τώρα. Στο μυαλό μου περνούν και εναλλακτικές. Ο αθλητισμός είναι τρόπος ζωής. Το αν τρέχω, κολυμπάω ή κωπηλατώ δεν έχει μεγάλη διαφορά, από αυτό που σου βγάζει η άσκηση. Θα ψάξω να βρω κάτι, που να μπορώ να κάνω, ό,τι μου επιτρέπεται δηλαδή έως τα βαθιά μου γεράματα. Θα είναι κάτι που θα μου βγάζει τον εσωτερικό μου ανταγωνισμό, γιατί πλέον ανταγωνίζομαι τον εαυτό μου, να δω να τσεκάρω πως είμαι. Είναι σαν να πηγαίνω στο γιατρό και εξετάζομαι κάθε μέρα».
Είναι τουλάχιστον-αστείο-να ρωτάς τον Γιάννη Κουρκουρίκη για τους στόχους του…όταν δεν έχει αφήσει λίμνη, μαραθώνιο και βουνό, που να μην τα έχει “κατακτήσει”. Τα 37 συναπτά πανελλήνια πρωταθλήματα κωπηλασίας που έχει πάρει μέρος, “μιλούν” από μόνα τους. Και δεν τον σταμάτησε ούτε ο κορονοϊός.
Πως ήταν η πορεία όλα αυτά τα χρόνια, που άρχισε από ένα χωριό τη Νέα Πέλλα, 45χλμ. από τη Θεσσαλονίκη;
«Η πορεία είχε πάρα πολλές λύπες και λιγότερο χαρές, αλλά νομίζω ότι αν θέλεις να προχωρήσεις μένεις περισσότερο στις χαρές. Στα λίγα καλά και όχι στα πολλά κακά. Είναι ζόρικα. Ο πρωταθλητισμός και μάλιστα σ’ ένα άθλημα που πέρασε πέτρινα χρόνια ήταν πολύ ζόρικα. Και για ένα παιδί από ένα χωριό, ειδικά τα πρώτα χρόνια ζορίστηκα αρκετά, γιατί δεν υπήρχε μεταφορικό μέσο και έπρεπε να πηγαίνω από τα Γιαννιτσά στον Όμιλο. Αυτό ήταν το δυσκολότερο κομμάτι που έπρεπε να ξεπεράσω. Δεν υπήρχε ούτε αστική συγκοινωνία, για να πας στον Όμιλο, ο οποίος ήταν στο πουθενά. Ήταν στο λεγόμενο «σημείο 0», στον ποταμό Λουδία και έπρεπε να πάω είτε με μέλη του Συμβουλίου είτε με ό,τι άλλο μέσο. Τα χρόνια δηλαδή που φτιάχνεται ένας αθλητής, στα 12 σου να έπρεπε να κάνω οτοστοπ, τότε με οτοστόπ πηγαίναμε τις περισσότερες φορές».
Παρά τις δυσκολίες όμως μείνατε και το παλέψατε…
«Υπήρχε μια κρύο μια ζέστη σε σχέση με τις επιτυχίες. Μάλλον είχαμε πορωθεί πάρα πολύ με αυτό που κάναμε. Πηγαίναμε μ’ έναν φίλο μου, μαζί τότε και είχαμε μεγάλη θέληση και μάλλον αυτό ήταν το κίνητρό μας. Ότι και καλά πρέπει να πετύχουμε σε αυτό που κάνουμε, μας άρεσε κιόλας. Αργότερα τα χρόνια που φοιτούσα στη Γυμναστική Ακαδημία (σημερινά ΤΕΦΑΑ) ήταν πιο εύκολα, καθώς στη Θεσσαλονίκη μπορούσα να πηγαίνω με τα πόδια στον Όμιλο. Στη συνέχεια μπήκε στη ζωή μου και η Εθνική ομάδα, μετείχα στα καμπ. Ο δρόμος άρχισε να γίνεται πιο εύκολος».
Άρχισαν και τα όνειρα για συμμετοχή σε Ολυμπιακούς;
«Το 1992, αν και η κατηγορία των ελαφρών βαρών, δεν ήταν τότε ολυμπιακή κατηγορία υπήρχε υπόνοια ότι θα μπορούσαμε να συμμετάσχουμε σε κάποιο από τα ήδη υπάρχοντα αγωνίσματα. Το 1991 ήμουν 5ος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα μαζί με τον Γαβριήλ Τσιρόπουλο, στο διπλό σκιφ ανδρών ελαφρών βαρών. Μεγάλη επιτυχία τότε, είχαμε γραφτεί και στο βιβλίο Γκίνες, ως το πρώτο ελληνικό πλήρωμα σε παγκόσμιο πρωτάθλημα και υπήρχε συζήτηση μήπως πάρουμε μέρος και στους Ολυμπιακούς του 92. Θα έπρεπε όμως να πάρουμε βάρος, για να περάσουμε σε άλλη κατηγορία και να διεκδικήσουμε την πρόκριση. Το παλέψαμε αλλά δεν τα καταφέραμε. Το 1993 μπήκε η κατηγορία και των ελαφρών βαρών, αλλά δεν είχα παρτενέρ πλέον στην κατηγορία μου. Κάποια στιγμή βρέθηκε ως έφηβος ο Βασίλης Πολύμερος και το 1994 ένα χρόνο αργότερα πήραμε την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς και συμμετείχα στους μοναδικούς Ολυμπιακούς, που μπόρεσα να πάρω μέρος, στην Ατλάντα το 1996».
Μπορεί να μη συμμετείχατε σε άλλους Ολυμπιακούς, αλλά οι επιτυχίες δεν έλειψαν
«Το 2001 στο τετραπλό σκιφ, με τους Πολύμερο, Σκιαθίτη και τον Μηλιώτη, βγήκαμε 2οι στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα ανδρών, της Λουκέρνης. Επίσης μια μοναδική ελληνική επιτυχία τότε. Ήμασταν οι πρώτοι, που ανοίξαμε το δρόμο των μεταλλίων. Στη συνέχεια ήρθαν και άλλα μετάλλια στην Ελλάδα και αυτό είναι το καλό γιατί ήρθε η «άνοιξη» και πλέον η χώρα μας έχει καταξιωθεί ως μια από τις ισχυρές δυνάμεις του αθλήματος».
Και το μετάλλιο αυτό δίνει την καλύτερη πάσα να πάμε πάλι στην αρχή. Πως και επιλέξατε την κωπηλασία, σ’ ένα χωριό που τα περισσότερα παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο…
«Και μάλιστα όταν το σπίτι του είναι δίπλα στο γήπεδο, όπως το δικό μου. Κι εγώ έπαιζα… μπάλα και σε μικρές ομάδες. Στην Δ’ Δημοτικού όμως είχα ένα δάσκαλο, που έτυχε να είναι και ο πρόεδρος του ΝΟΓιαννιτσών, που ιδρύθηκε το 1979. Ο δάσκαλος αυτός λοιπόν ήταν τόσο ευτυχισμένος με αυτό που έκανε, που τους έβλεπε όλους κωπηλάτες. Έτσι μάζευε παιδιά από το χωριό, που είχε μαθητές και έγινε η αρχή. Βέβαια παρά τις δυσκολίες που ήδη ανέφερα, στο να συνεχίσω συνέβαλε πολύ και ο προπονητής που είχαμε. Ο Νίκος Βεϊνόγλου, που είχε ως μότο, ότι μπορείς να προπονηθείς παντού, δεν χρειάζεται να είσαι στη βάρκα. Μάθαμε να τρέχουμε, βγάζαμε δικές μας ασκήσεις εκγύμνασης και έτσι φθάσαμε στις επιτυχίες».
Πότε ήρθε το πρώτο σας μετάλλιο;
«Ήταν σε πανελλήνιο πρωτάθλημα και ήταν χρυσό. Συμμετείχα στο πρωτάθλημα το 1984, στο δεύτερο πρωτάθλημα, που συμμετείχα το 1985 στην κατηγορία παμπαίδων, ήμουν πρώτος πανελληνιονίκης στο μονό σκιφ και ήταν και το πρώτο χρυσό μετάλλιο του Ομίλου Γιαννιτσών».
Το τελευταίο σας μετάλλιο;
«Ήταν πέρυσι στο πανελλήνιο πρωτάθλημα κωπηλασίας. Ήμασταν τρίτοι στην τετράκωπο ελαφρών βαρών και είναι σημαντικό ότι και πέρυσι κατάφερα να πάρω ένα μετάλλιο».
Φέτος με την τετράκωπο με πηδαλιούχο του ΝΟΘ, πήραν την 4η θέση και για λίγο έχασε άλλο ένα βάθρο. Ο Γιάννης Κουρκουρίκης όμως δεν σταματά εδώ γιατί συνέχισε να τρέχει…στην κυριολεξία.
Και πάμε στο έτερο κεφάλαιο της ζωής σας το δρομικό. Πως άρχισε και αυτό;
«Από πιτσιρικάς και αυτό και λίγο παράλληλα με την κωπηλασία καθώς όπως σας είπα έτρεχα για να πάω στον Όμιλο. Ήταν από τα βασικά μας όπλα για να γυμναστούμε τότε. Μεγάλος συναγωνισμός τότε μεταξύ μας οι φίλοι στο τρέξιμο και ένα ωραίο πρωινό, πήγα και δήλωσα, μόνος μου, συμμετοχή σε έναν αγώνα που γινόταν στα Γιαννιτσά, περίπου 3χλμ., στα 14 μου. Κέρδισα στην κατηγορία μου των παμπαίδων τότε, αλλά παράλληλα ήμουν και πρωταθλητής Ελλάδος, στην κωπηλασία. Έτσι άρχισε το τρέξιμο στη ζωή μου και δεν βγήκε ποτέ. Συμμετείχα στον πρώτο μαραθώνιο μου το 1997 και έφθασα να παίρνω μέρος στο Μαραθώνιο της Αθήνας, από το 2000 όταν συμμετείχαν 1000 άτομα, έχοντας χάσει μόνο δύο. Χρωστάω πολλά και στον Γιώργο Ραμπότα, που μας μύησε στο τρέξιμο όταν ήμουν στην Ακαδημία και τον συναντάω ακόμη και τώρα και πειράζουμε ο ένας τον άλλο».
Και στη συνέχεια πήρατε τα βουνά…Κάνετε και το μοντέρνο trail
«Στη συνέχεια μπήκε το βουνό στη ζωή μου, να τρέχω δηλαδή στα βουνά, γνωρίζοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο και τα ελληνικά βουνά. Έχω πάρει μέρος και στο μαραθώνιο του Ολύμπου. Γενικά μου αρέσουν οι μεγάλες κούρσες. Έχω τρέξει σχεδόν παντού στην Ελλάδα, εκείνο όμως που έχει σημαδέψει τη δρομική πορεία είναι το Σπάρταθλο. Έχω λάβει μέρος σε τρεις διοργανώσεις και έχω τερματίσει πρώτος Έλληνας το 2014 και δύο συνεχόμενες χρονιές 2ος Έλληνας με καλύτερη θέση τη 10η και με καλύτερο χρόνο το 26 ώρες και 52 λεπτά, Αθήνα-Σπάρτη».
Συμπερασματικά τι ακριβώς είναι ο αθλητισμός για σας;
«Το ισχυρότερο “όπλο” της ζωής. Αυτό προσπαθώ να περάσω και στα παιδιά μου ανεξάρτητα του αθλήματος που κάνουν. Δύο πράγματα έχουμε ως εφόδια στη ζωή. Τη μόρφωση και την άσκηση. Η άσκηση είναι το ΜΟΝΑΔΙΚΟ που μπορούμε να βάλουμε στη ζωή μας, αυτή τη στιγμή για να θωρακίσουμε την υγεία μας. Ακόμη και τη διατροφή θα έλεγα, αλλά πλέον έχουμε “δηλητηριάσει” τα πάντα και έτσι το κυριότερο είναι να μπορείς να γυμναστείς».